- προκαταλλάσσομαι
- προκαταλλάσσομαι, [voice] Pass.,A to be reconciled before, D.C.55.10a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταλλάσσομαι — Α 1. συνδιαλλάσσομαι και γίνομαι διαλλακτικός εκ τών προτέρων 2. συμφιλιώνομαι, συμβιβάζομαι εκ τών προτέρων 3. γίνομαι αντικείμενο προσυμφωνίας 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) προκατηλλαγμένος (για χρόνο) ο εκ τών προτέρων συμφωνημένος, από πριν… … Dictionary of Greek
προκαταλλαγῆναι — προκαταλλάσσομαι to be reconciled before aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)